σφραγίζονται

σφραγίζονται
σφρᾱγίζονται , σφραγίζω
close
pres ind mp 3rd pl

Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.

Игры ⚽ Поможем написать курсовую

Look at other dictionaries:

  • σφραγιστήριο — το / σφραγιστήριον, ΝΑ [σφραγιστήρ] νεοελλ. 1. δημόσια υπηρεσία όπου σφραγίζονται έγγραφα ή αντικείμενα 2. ο μικρός γλυπτός τύπος με τον οποίο σφραγίζονται οι λειτουργικοί άρτοι, αλλ. προσφορική σφραγίδα αρχ. αποτύπωμα σφραγίδας …   Dictionary of Greek

  • омазатисѧ — ОМА|ЗАТИСѦ1 (1*), ЖОУСѦ, ЖЕТЬСѦ гл. Страд. к омазати: стекошесѧ множьство да ѹбьють игемона и ѹбежа. и кръвь ѥюже сѧ бѣ омазалъ. отьрше въ своѥмь дому поставиша. Пр 1383, 7в. Ср. омазатисѧ 2. ОМАЗА|ТИСѦ 2 (2*), ЮСѦ, ѤТЬСѦ гл. Помазываться,… …   Словарь древнерусского языка (XI-XIV вв.)

  • αρτοσφραγίδα — η η τετράγωνη ξύλινη σφραγίδα με την οποία σφραγίζονται τα πρόσφορα …   Dictionary of Greek

  • βουλλοκέρι — το το ισπανικό κερί με το οποίο σφραγίζονται δέματα και επιστολές. [ΕΤΥΜΟΛ. < βούλλα + κερί] …   Dictionary of Greek

  • βουλλωτήρι — το (Μ βουλλωτήριον) σφραγιδόλιθος 1. νεοελλ. μηχάνημα με το οποίο σφραγίζονται φιάλες μσν. 1. σφραγίδα 2. πρότυπο για την κοπή νομισμάτων. [ΕΤΥΜΟΛ. βουλλωτήρι < μσν. βουλλωτήριον < μσν. βουλλώνω βλ. λ.] …   Dictionary of Greek

  • ενταφιασμός — Νεκρικό έθιμο που βασίζεται στη δοξασία ότι οι νεκροί ζουν, δηλαδή ότι έχουν κατάλοιπα αισθήσεων και ζωτικής δύναμης. Για τον λόγο αυτό, ο νεκρός ενταφιάζεται σε στάση κοιμωμένου (ύπτιος ή ξαπλωμένος στο ένα πλευρό και με τα γόνατα σε ελαφρά… …   Dictionary of Greek

  • μέλι — Ρευστή σακχαρώδης ουσία με ιδιαίτερο άρωμα. Προέρχεται από το νέκταρ των ανθέων, το οποίο απορροφούν οι μέλισσες και αποθηκεύουν στον πρόλοβό τους. Το νέκταρ είναι ένας γλυκός χυμός που εκκρίνεται από ειδικούς αδένες των ανθέων και αποτελείται… …   Dictionary of Greek

  • Αραμπάλ, Φερνάντο — (Fernando Arrabal, Μελίγια 1932 –). Ισπανός μυθιστοριογράφος και θεατρικός συγγραφέας. Τα θεατρικά του έργα σφραγίζονται από μια ατμόσφαιρα έντονης φρίκης, όπως συμβαίνει και στο πρώιμο θέατρο του Ανταμόβ, και κυριαρχούνται από χαρακτήρες με μια… …   Dictionary of Greek

  • βουλοκέρι — Ουσία με τη χαρακτηριστική ιδιότητα της συγκόλλησης στο χαρτί ή σε άλλες επιφάνειες, στις οποίες πέφτει σε παχύρρευστη σταγόνα, και της γρήγορης στερεοποίησης στον αέρα. Το β. είναι ένα υλικό γνωστό από τον Μεσαίωνα, που χάρη στις ιδιότητές του… …   Dictionary of Greek

  • δακτυλίδι ή δαχτυλίδι — Κρίκος από μέταλλο, συνήθως πολύτιμο, που φοριέται στο δάχτυλο είτε ως κόσμημα είτε ως σύμβολο πίστης είτε ακόμα ως σύμβολο εξουσίας. Η καταγωγή του είναι πάρα πολύ παλαιά και ανάγεται στην εποχή του χαλκού. Το δ. ήταν στην αρχή πολύ απλό, αλλά… …   Dictionary of Greek

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”